- ξερογιάζω
- (διαλ.) απομακρύνω κάποιον από την έμμισθη εργασία του, από τη ρόγα του, από τον μισθό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + ρογιάζω «προσλαμβάνω κάποιον με μισθό» (< ρόγα «μισθός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξερόγιασμα — το [ξερογιάζω] (διαλ.) απομάκρυνση κάποιου από την έμμισθη εργασία του, από τη ρόγα του, από τον μισθό του … Dictionary of Greek